Η ιγνυακή αρτηρία βρίσκεται στο ύψος του γόνατος, στην οπίσθια επιφάνεια, και δίνει αιμάτωση στο κάτω άκρο.
Μετά τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής, αυτά της ιγνυακής αρτηρίας είναι τα συχνότερα.
Είναι σχετικά σπάνια νόσος με μικρά ποσοστά εμφάνισης στον γενικό πληθυσμό, ενώ είναι πιο συχνή σε ασθενείς που έχουν ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.
Αυτό είναι και ο λόγος που πάντα πρέπει να ελέγχονται οι ασθενείς με το ένα ανεύρυσμα για το άλλο.
Η αιτιολογία τους είναι κατά βάση άγνωστη.
Μερικές φορές σχετίζονται με ανατομικές ανωμαλίες στην πορεία της ιγνυακής αρτηρίας (εκ γενετής - παγίδευση ιγνυακής), οι οποίες με τα χρόνια οδηγούν στον σχηματισμό ανευρύσματος.
Αφορά κυρίως άνδρες μέσης ηλικίας.
Τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας δεν δίνουν συμπτώματα.
Σπανίως τα ανακαλύπτει ο ίδιος ο ασθενής ως μια σφύζουσα μάζα πίσω από το γόνατό του.
Αντίθετα με τα άλλα ανευρύσματα, αυτά της ιγνυακής δεν έχουν την τάση ρήξη (μια ρήξη είναι σπανιότατο γεγονός).
Το μεγάλο πρόβλημα σε αυτά είναι ότι σε ανύποπτο χρόνο στέλνουν προς τα περιφερικά αγγεία μικρά κομμάτια θρόμβου (περιφερικές εμβολές).
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αρτηρίες κάτω από το γόνατο σταδιακά να αποφράσσονται, αλλά επειδή η όλη διαδικασία γίνεται σε βάθος χρόνου και χωρίς να προκαλούνται ιδιαίτερα συμπτώματα, δεν γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή παρά όταν είναι πολύ προχωρημένη!
Μερικές φορές η πρώτη διάγνωση γίνεται με την οξεία ισχαιμία του σκέλους, κατάσταση επικίνδυνη για τη βιωσιμότητά του...
Η διάγνωσή τους είναι εύκολη τεχνικά, μια και απαιτείται μόνο ένα τρίπλεξ αρτηριών κάτω άκρων.
Κριτήριο για την αντιμετώπισή τους αποτελεί περισσότερο η ύπαρξή τους και μόνο, παρά κάποια συγκεκριμένη διάμετρος.
Γενικά, πάνω από 2 εκατοστά σε διάμετρο πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπίζονται.
Είναι πιθανό για τον σχεδιασμό της αντιμετώπισης να χρειαστούν επιπλέον εξετάσεις, συνήθως αξονική ή και κλασσική αγγειογραφία.
Η αντιμετώπισή τους γίνεται κατά βάση χειρουργική.
Ουσιαστικά, και εδώ, αποκλείεται το ανεύρυσμα από την κυκλοφορία και το αίμα παρακάμπτεται μέσω ενός μοσχεύματος (σχεδόν πάντα φλέβα του ασθενούς).
Αυτό ανάλογα με την ακριβή θέση και έκταση του ανευρύσματος γίνεται, είτε με τομή πίσω από το γόνατο (οπίσθια προσπέλαση), είτε με δύο τομές στην εσωτερική επιφάνεια πάνω και κάτω από το γόνατος (πλάγια προσπέλαση).
Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά.
Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις που πρωτοεμφανίζονται με οξεία ισχαιμία (οξεία θρόμβωση του ανευρύσματος), όπου σε ποσοστό έως και 15% κινδυνεύει ο ασθενείς να χάσει το σκέλος του, καθώς και οι περιπτώσεις που έχουν προηγηθεί οι περιφερικές εμβολές που περιγράψαμε πιο πάνω.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται και η ενδαγγειακή αποκατάσταση, κατά την οποία το ανεύρυσμα αποκλείεται από την κυκλοφορία με χρήση ειδικού καλυμμένου στεντ (ανάλογης λογικής με τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής).
Σημαντικό πρόβλημα εδώ αποτελεί το γεγονός ότι για διάφορους λόγους (π.χ. συνεχή κάμψη του γόνατος στην καθημερινή ζωή και παραμόρφωση των υλικών) τα αποτελέσματά μας δεν είναι τόσο καλά και η πιθανότητα να αποφραχθεί το ειδικό στεντ εντός ήδη του πρώτου χρόνου είναι υψηλή (με συνέπεια οξεία ισχαιμία του ποδιού).
Επομένως, η χρήση της ενδαγγειακής αποκατάστασης για τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας είναι σαφώς περιορισμένη και για ειδικές περιπτώσεις.